διαγωνίων

διαγωνίων
διαγώνιος
from angle to angle
masc/fem/neut gen pl
διαγωνιάω
stand in dread of
imperf ind act 3rd pl (homeric ionic)
διαγωνιάω
stand in dread of
imperf ind act 1st sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • διαγωνιῶν — διαγωνία struggle fem gen pl διαγωνιάω stand in dread of pres part act masc voc sg διαγωνιάω stand in dread of pres part act neut nom/voc/acc sg διαγωνιάω stand in dread of pres part act masc nom sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραλληλόγραμμο — Τετράπλευρο με τις απέναντι πλευρές του παράλληλες. Οι απέναντι πλευρές κάθε π. είναι ίσες, το ίδιο και οι απέναντι γωνίες του. Η ευθεία δύο απέναντι κορυφών π. ονομάζεται διαγώνιός του. Το π. έχει δύο διαγωνίους. Τα τμήματα των διαγωνίων π. με… …   Dictionary of Greek

  • ακτίνα — Μια από τις φωτεινές γραμμές που εκπέμπονται από ένα φωτεινό σώμα (π.χ. οι α. του ήλιου). Γενικά, κάθε φανταστική γραμμή που ξεκινά από ένα κεντρικό σημείο προς κάθε διεύθυνση (π.χ. οπτική α.). Η έκταση έως την οποία μπορεί να φτάσει κάποια… …   Dictionary of Greek

  • διποδισμός — ο (AM διποδισμός) νεοελλ. ο φυσικός βηματισμός τού αλόγου που γίνεται με διαδοχική ύψωση και στήριξη τών διαγώνιων ποδιών του αρχ. είδος χορού, διποδία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι * + ποδισμός] …   Dictionary of Greek

  • παραλληλόγραμμος — η, ο / παραλληλόγραμμος, ον ΝΑ 1. (για επιφάνειες) αυτός που έχει τις απέναντι πλευρές του παράλληλες 2. το ουδ. ως ουσ. το παραλληλόγραμμο μαθημ. τετράπλευρο με τις απέναντι πλευρές του παράλληλες νεοελλ. 1. φρ. α) «νόμος παραλληλογράμμου» μαθημ …   Dictionary of Greek

  • ποδόσφαιρο — Άθλημα, που συγκεντρώνει τους περισσότερους θαυμαστές, οι oποίοι διακρίνονται για τις ενθουσιώδεις εκδηλώσεις τους και συχνά για το φανατισμό τους. Παίζεται σε καθορισμένο ανοιχτό χώρο από δύο ενδεκαμελείς ομάδες, κάθε μια από τις oποίες… …   Dictionary of Greek

  • σκληρότητα — Χαρακτηριστική αντίσταση που παρουσιάζουν τα στερεά σώματα όταν προσπαθούμε να διεισδύσουμε μέσα σ’ αυτά ή να τα χαράξουμε με ένα άλλο σώμα. Τούτο αντιστοιχεί στην αντίσταση που προβάλλουν τα σώματα σε τοπικές πλαστικές παραμορφώσεις, ή,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”